υδραερικός

υδραερικός
-ή, -ό, Ν
ιατρ. αυτός που οφείλεται στη συνύπαρξη νερού και αέρα σε μια κοιλότητα τού σώματος («υδραερικός επικρουστικός ήχος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroaerique (< υδρ[ο]-* + αερικός < αέρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”